- εὐαισθητικός
- εὐαισθ-ητικός, ή, όν, = sq., Gal.16.360; δύναμιςA sensory faculty, Steph.in Gal.1.234 D.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευαισθητικός — εὐαισθητικός, ή, όν (Α) βλ. ευαίσθητος … Dictionary of Greek
εὐαισθητικήν — εὐαισθητικός sensory fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)